- τομαροφύλακες
- οἱ, Ατομοῡροι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τόμαρος, όρος κοντά στη Δωδώνη + φύλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… … Dictionary of Greek